Ιστορία της πόλης
Ιστορία με λίγα λόγια
- Τα πρώτα δείγματα ανθρώπινου πολιτισμού στην περιοχή χρονολογούνται στη Νεολιθική εποχή (4000-2000 π.Χ.).
- Σύμφωνα με τη μυθολογία πήρε το όνομά της από τον Κάρυστο, γιο του Κένταυρου Χείρωνα, που θεωρείται ο ιδρυτής της. Κατ’ άλλη άποψη από τα «κάρυα», τους καρπούς της καστανιάς που φυτρώνει στις απόκρημνες πλαγιές του όρους «Όχη».
- Η Κάρυστος υπήρξε η τέταρτη σημαντικότερη πόλη της Εύβοιας κατά την αρχαιότητα.
- Ο αλέκτορας (κήρυξ-κάρυξ) ήταν τυπωμένος στα νομίσματά της, «λαλούν» σύμβολο της πόλης.
- Η γεωγραφική της θέση, στο νοτιότερο άκρο της νήσου Εύβοιας, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξή της καθώς ήταν σταυροδρόμι από τον ελλαδικό κορμό προς το νησιωτικό Αιγαίο και την Ανατολή.
- Κατά τους Ρωμαϊκούς Χρόνους από τα λατομεία της, ιδιοκτησίας του εκάστοτε Ρωμαίου Αυτοκράτορα, εξορυσσόταν το φημισμένο μάρμαρο cipollino.
- Φράγκοι, Λομβαρδοί, Ενετοί και Τούρκοι κατέκτησαν την Κάρυστο κατά τους Νεότερους Χρόνους.
- Μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους το 1833 ακολούθησε μία νέας πορεία ανάπτυξης. Οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν από τη βόρεια περιοχή δίπλα στο λιμάνι ιδρύοντας τη νέα πόλη της Καρύστου, που άρχισε να κτίζεται το 1843 κατ’ εντολή του Όθωνα, βάσει ρυμοτομικών σχεδίων του βαυαρού μηχανικού Μπίρμπαχ.
- Πολλοί Καρύστιοι ευεργέτες, που διέπρεψαν στο εξωτερικό, πρόσφεραν θαυμάσια δημόσια κτίρια στην πόλη, με πρώτους την οικογένεια Κότσικα και τον Νικόλαο Γιοκαλά.
- Σήμερα ο Δήμος Καρύστου αποτελείται από την πόλη της Καρύστου και τα Δημοτικά Διαμερίσματα Αετού, Γραμπιάς, Καλυβίων, Μύλων και Πλατανιστού. Ο πληθυσμός του ανέρχεται σε 7.144 κατοίκους (απογραφή 2001).
Ιστορία με περισσότερα λόγια
«Κάρυστος», «Χειρωνία» και «Αιγαία» είναι τα ονόματα τα οποία δόθηκαν κατά την αρχαιότητα στην κύρια πόλη-κράτος του νότου της Εύβοιας. Η επικρατέστερη ονομασία «Κάρυστος» προέρχεται από τον Κάρυστο, το γιο του Κένταυρου Χείρωνα και της Ναϊάδος Χαρικλούς. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή η ίδια ονομασία ετυμολογείται από το ρήμα «καρύσσω» δηλαδή «κηρύσσω», υπόθεση η οποία ενισχύεται από την απεικόνιση του κόκορα στα αρχαία νομίσματα καρυστινής κοπής.
Η παλαιότερη αναφορά στην Κάρυστο εντοπίζεται στα ομηρικά έπη, καθώς συγκαταλέγεται στις πόλεις, τα πλοία των οποίων συμμετείχαν στον Τρωικό Πόλεμο (Ιλιάδα, 2, 494-758). Στο σχετικό ομηρικό κατάλογο των πόλεων οι Ευβοείς εμφανίζονται ως μία εθνική ομάδα, ως Άβαντες. Όμως αργότερα, γύρω στο 900 π.Χ., στην νότια Εύβοια εγκαταστάθηκαν Δρύοπες από την κοιλάδα του Σπερχειού και την Οίτη.Στην περιοχή της Καρύστου τα πρώτα σημάδια κατοίκησης ανάγονται στους νεολιθικούς χρόνους. Συγκεκριμένα, στην τελική νεολιθική περίοδο (4000-3000 π.Χ.) χρονολογούνται ορισμένα ευρήματα από την Πλακαρή, καθώς και από το σπήλαιο της Αγίας Τριάδας κοντά στο Νικάσι. Κατάλοιπα της πρωτοελλαδικής περιόδου (3000-2000 π.Χ.) εντοπίστηκαν στις θέσεις «Πελαγίτισσα» και «Αγία Παρασκευή» της χερσονήσου της Παξιμάδας, στη θέση «Άγιος Γεώργιος» στον κάμπο, στη θέση «Αγία Ειρήνη» του Μπούρου και στο ύψωμα του Αγίου Νικολάου. Στην τελευταία θέση έχει διαπιστωθεί επίσης μεσοελλαδική φάση (2000-1600 π.Χ.).
Προς το παρόν δεν έχει τεκμηριωθεί αρχαιολογικά η κατοίκηση του κόλπου κατά την υστεροελλαδική εποχή (1600-1100 π.Χ.). Η γεωμετρική εποχή (900-700 π.Χ.) αντιπροσωπεύεται στην περιοχή από ένα περιαστικό ιερό της κορυφής του λόφου της Πλακαρής. Στην ίδια θέση εντοπίστηκαν ευρήματα της πρωτογεωμετρικής (1050-900 π.Χ.) και της αρχαϊκής περιόδου (700-500 π.Χ.). Όπως η ανασκαφική σκαπάνη έχει αποδείξει, από την αρχαϊκή εποχή και εξής, το αστικό κέντρο της Καρυστίας βρισκόταν στην περιοχή Παλαιοχώρας – Κοκκάλων. Αγροτικά ιερά των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων έχουν εντοπιστεί στα δυτικά του κόλπου, στα υψώματα «Καράμπαμπα» της Πλακαρής και «Βουνό» του κάμπου.Το 490 π.Χ. η Κάρυστος υπήρξε η πρώτη πόλη που αντιστάθηκε στην εισβολή των περσικών στρατευμάτων του Δάτη και του Αρταφέρνη. Όμως η καταστροφή του αστικού κέντρου, η λεηλασία της υπαίθρου χώρας και η αιχμαλωσία των κατοίκων έκαμψαν το ηθικό των Καρυστίων, με αποτέλεσμα το 480 π.Χ. ο Ξέρξης να καταλάβει τη νότια Εύβοια χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Μετά τη φυγή του Ξέρξη το 480 π.Χ, προκειμένου να τιμωρηθεί για το «μηδισμό» της, η Κάρυστος καταστράφηκε από τον αθηναϊκό στόλο του Θεμιστοκλή.
Αργότερα, μεταξύ των ετών 475 και 465 π.Χ., μετά την κατάληψη της Σκύρου και την εκδίωξη των Δολόπων πειρατών, ο στόλος της Αθήνας υπό τον Κίμωνα πολιόρκησε την πόλη και την ανάγκασε να γίνει μέλος της συμμαχίας της. Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431 π.Χ.) η Κάρυστος ήταν σύμμαχος της Αθήνας. Ωστόσο, όταν η Σπάρτη υπερίσχυσε (411-395 π.Χ.), βρέθηκε με το μέρος της. Οι Καρύστιοι συμμάχησαν ξανά με τους Αθηναίους το 394 π.Χ.Στην περιοχή των Κοκκάλων και της Παλαιοχώρας, εκτός από αρχιτεκτονικά λείψανα κτιρίων των κλασικών χρόνων, σώζονται τμήματα της οχύρωσης της ίδιας εποχής.
Σε Αθηναίους κληρούχους θεωρούνται ότι ανήκαν αγροικίες του 5ου αιώνα π.Χ. οι οποίες αποκαλύφθηκαν στην Παξιμάδα. Οχυρώσεις, αγροικίες και εργαστήρια του τέλους του 5ου αιώνα και του 4ου αιώνα π.Χ. στα ανατολικά συνδέονται με τη σπαρτιατική παρουσία.Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. η Καρυστία αποδέχτηκε τη μακεδονική κυριαρχία. Το 200 π.Χ. και το 198 π.Χ. υπέστη θαλάσσιες επιδρομές και λεηλασία από τους Ρωμαίους, με τους οποίους αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει μετά την πτώση της Ερέτριας. Ωστόσο, η σύσταση της Ευβοϊκής Συμμαχίας το 194 π.Χ. στην οποία συμμετείχε η Κάρυστος, οδήγησε στην απομάκρυνση των ρωμαϊκών στρατευμάτων από το νησί το οποίο παρέμεινε βέβαια υπό ρωμαϊκή επιρροή. Το 146 π.Χ. η Κάρυστος υποτάχθηκε τελικά στους Ρωμαίους, και από το 27 π.Χ. αποτελούσε τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας.Η πόλη γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά την υστεροκλασική (400-323 π.Χ.) και την ελληνιστική περίοδο (323-31 π.Χ.).
Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, κατά τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο (31 π.Χ. – 324 μ.Χ.) ο αστικός ιστός επεκτάθηκε προς τα ανατολικά. Πρόκειται για εποχή αξιοσημείωτης ευμάρειας για τη νότια Εύβοια, καθώς τότε πραγματοποιούνταν εντατική εκμετάλλευση των λατομείων της, τα οποία ήταν πλέον αυτοκρατορικά. Από αυτά προέρχονταν το περίφημο καρυστινό μάρμαρο, το γνωστό ως «Καρύστια λίθος» ή «cipollino», το οποίο διακινούνταν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο προκειμένου να στολίσει τα σπουδαιότερα κοσμικά και θρησκευτικά κτίρια (π.χ. Βιβλιοθήκη Αδριανού Αθήνας, ναός Αντωνίου και Φαουστίνας Ρώμης).Στη σημερινή πόλη της Καρύστου διατηρούνται τα ερείπια ενός ρωμαϊκού Μαυσωλείου, το οποίο συνδέεται με Ρωμαίο αξιωματούχο, υπεύθυνο για την επίβλεψη των λατομείων.
Όπως ολόκληρη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το 325 η Καρυστία εντάχθηκε στην αυτοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το γεγονός ότι αποτελούσε έδρα επισκοπής υπό τη Μητρόπολη της Κορίνθου – από το 733 της Αθήνας – αποδεικνύει ότι συνέχιζε να είναι ένα σημαντικό αστικό κέντρο της Εύβοιας. Η παρουσία καρυστινού μαρμάρου στους ναούς της Κωνσταντινούπολης (Αγία Σοφία, Άγιοι Απόστολοι), της Θεσσαλονίκης (Άγιος Δημήτριος) και της Ραβέννας (Άγιος Απολλινάριος) μαρτυρεί την εμπορική και οικονομική δυναμική της. Η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή της κλασικής πόλης έχει επιβεβαιώσει την εύρωστη ζωή των κατοίκων της επίσης κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Προφανώς χρόνια παρακμής ακολούθησαν μετά την εμφάνιση των Αράβων στο Αιγαίο και την κάθοδο των Αβαροσλάβων. Βέβαια η πόλη της Καρύστου «επιβίωσε» αφού αναφέρεται στον εκκλησιαστικό κατάλογο «Notitia» του 9ου αιώνα. Άλλωστε, λόγω σποραδικών ευρημάτων θεωρείται σίγουρη η αδιάλειπτη κατοίκηση στην Παλαιοχώρα σε ολόκληρη τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Στον 11ο και στο 12ο αιώνα η οικονομία της Καρύστου ανέκαμψε.
Μάλιστα, ο Edrisi, ο Τούρκος γεωγράφος του 12ου αιώνα, περιέλαβε την Κάρυστο στις πλούσιες, πολυπληθείς και όμορφες πόλεις της αυτοκρατορίας. Οι κυριότερες προσοδοφόρες ασχολίες των κατοίκων της ήταν η αλιεία πορφύρας, η παραγωγή μεταξιού και η παραγωγή κεριού. Οι ιστορικές πηγές της εποχής παραδίδουν ότι το λιμάνι της Καρύστου αποτελούσε σημαντικό εμπορικό σταθμό της Ανατολικής Μεσογείου, και συνεπώς ενδιαφέρων διπλωματικό στόχο. Με το Χρυσόβουλο του Αλεξίου του Α΄ οι Βενετοί εξασφάλισαν το 1082 ελεύθερη εγκατάσταση και εμπορία στην Κάρυστο, ενώ με τη συμφωνία του 1199 μεταξύ του Αλεξίου Γ’ και του δόγη Ερρίκο Δάνδολο διατηρήθηκαν τα παραπάνω βενετικά εμπορικά προνόμια. Στα τελευταία χρόνια του 12ου αιώνα ανάγεται η ίδρυση της Μονής Ταξιαρχών στα Καλύβια, η οποία αποδίδεται στον επίσκοπο Καρύστου Δημήτριο Βαρδιάνο, ο οποίος συνδεόταν με το μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτο.
Το καθολικό της Μονής διατηρείται έως τις μέρες μας. Μετά το 1204 οι Λατίνοι Σταυροφόροι, αφού κατέστρεψαν την πόλη στους πρόποδες του Monte Folli, έχτισαν στην κορυφή του ένα κάστρο, το Castello Rosso. Στην κορυφή του υψώματος η τοπική παράδοση τοποθετεί την αρχαία ακρόπολη της Καρυστίας, και αργότερα ένα μεσοβυζαντινό οχυρό, αλλά κανένα από τα ορατά σήμερα κτίσματα δε φαίνεται προγενέστερο των υστεροβυζαντινών χρόνων. Από το 13ο αιώνα κι έως το 19ο αιώνα η ιστορία της Καρύστου συνδέθηκε με τη ζωή μέσα και γύρω από το Castello Rosso, όπου πλέον βρισκόταν το οικιστικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής. Το 1296 το κάστρο περιήλθε στους Λομβαρδούς, το 1317 στους Καταλανούς, το 1365 στους Βενετούς, και το 1470 στους Τούρκους.Έχει διαπιστωθεί ότι σε όλους αυτούς τους αιώνες υπήρχε αραιή κατοίκηση σε θέσεις γύρω από το Monte Folli, οι οποίες αποτέλεσαν τους πυρήνες των σημερινών χωριών. Από τα υστεροβυζαντινά μνημεία της περιοχής της Καρύστου σώζεται το καθολικό της Μονής του Αγίου Γεωργίου του Μαύρου στα βόρεια του Μετοχίου, το οποίο φέρει σε εντοιχισμένη πλάκα εγχάρακτη επιγραφή με τη χρονολογία 1260. Επίσης, σε ιδιωτικό οικόπεδο της Παλαιοχώρας διατηρείται ο βόρειος τοίχος ενός ναού αφιερωμένου στον Άγιο Μάρκο. Στα βόρεια του κάμπου, στη θέση «Χαρτζάνι» σώζεται τμήμα της ανωδομής ενός λομβαρδικού πύργου.
Στα ανατολικά του υπάρχει ένα ενδεχομένως σύγχρονό του – όμως με πολλές επισκευαστικές φάσεις – δίκκλησο αφιερωμένο στον Ευαγγελιστή Λουκά και στην Ανάληψη του Χριστού. Ο πύργος στο ανατολικό πέρας της παραλίας της σημερινής Καρύστου, γνωστός ως «Μπούρτζι», κατασκευάστηκε στα τέλη του 14ου αιώνα από τους Βενετούς. Πιθανότατα αποτελούσε τμήμα παράκτιας οχύρωσης. Στα μεταβυζαντινά χρόνια χρονολογούνται, πέρα από τα καλντερίμια και τα ερειπωμένα σπίτια σε όλο το Monte Folli, η «Κρήνη της Αρετής» της Μεκουνίδας και το συγκρότημα των «Πέντε Βρυσών των Ευζώνων» του Γραμπιά.Μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν το 1833 να αποχωρήσουν από την κορυφή του Monte Folli, χωρίς όμως να ακολουθήσει οργανωμένη επανακατοίκησή της από τους Έλληνες. Πρωτεύουσα του νεοσύστατου δήμου Καρύστου ορίστηκε το χωριό των Μύλων.
Οι Έλληνες, οι οποίοι ζούσαν διασκορπισμένοι στην περιοχή – κυρίως στην Παλαιοχώρα – ζητούσαν από τη νέα κυβέρνηση να συγκεντρωθούν σε μία παραλιακή πόλη. Ως εκ τούτου αποφασίστηκε η ίδρυση μιας νέας παράκτιας πόλης στο κέντρο του κόλπου. Το 1833 η Γαλλική Γεωγραφική Υπηρεσία, με επικεφαλή το συνταγματάρχη Ράνγκο (Rango) συνέταξε το αρχικό σχέδιο της πόλης, το οποίο ελέγχθηκε από τον ταγματάρχη Μπρακιέρ (Braquer) το 1834 και αναθεωρήθηκε από το γεωμέτρη (τοπογράφο) Βαυαρό Όθωνα Μίρβαχ (Mirbach) το 1842. Την ίδια χρονιά η πόλη αναφέρεται ως «Οθωνούπολη», ονομασία που θα διατηρήσει έως την έξωση του Όθωνα το 1863, οπότε ξανακαλείται «Κάρυστος». Τα πρώτα σπίτια της νέας πόλης χτίστηκαν μετά το καλοκαίρι του 1846, ενώ από το 1848 αποτελεί έδρα του Δήμου.
Η κατοίκηση στα γύρω χωριά και στους πρόποδες του Monte Folli συνεχίστηκε αδιαλείπτως και μετά την ίδρυση της παραλιακής πόλης.Αν και τροποποιήσεις και επεκτάσεις στο σχέδιο της πόλης έγιναν αρκετές φορές στη συνέχεια, ακολουθείται έως σήμερα το ιπποδάμειο σύστημα. Πέρα από τις πλατείες του κεντρικού κάθετου άξονα, την πόλη στολίζουν ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου που χρονολογείται μεταξύ των ετών 1870-1880, νεοκλασικά κτίρια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, ταπεινά σπίτια δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής του 19ου και του 20ου αιώνα, και μεγαλόπρεπα κτίρια των αρχών του 20ου αιώνα, ευεργεσίες των πλούσιων Καρυστίων επιχειρηματιών Κότσικα και Γιοκαλά (π.χ. Δημαρχείο, Γιοκάλειο Ίδρυμα).Οι παράκτιες διαμορφώσεις για την κατασκευή λιμανιού ξεκίνησαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και συνεχίζονται έως τις μέρες μας.